ἀπολογητικοῦ

ἀπολογητικοῦ
ἀπολογητικός
suitable for defence
masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σύνταξη — η 1. επιχορήγηση που δίνεται σ έναν υπάλληλο μετά την αποχώρηση από την υπηρεσία του ή μετά το θάνατό του στους συγγενείς του: Αυξήθηκαν οι αγροτικές συντάξεις. 2. πλοκή των λέξεων στο γραπτό ή προφορικό λόγο: Η σύνταξη σ αυτή την πρόταση δεν… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ВАСИЛИЙ ВЕЛИКИЙ — [греч. Βασίλειος ὁ Μέγας] (329/30, г. Кесария Каппадокийская (совр. Кайсери, Турция) или г. Неокесария Понтийская (совр. Никсар, Турция) 1.01.379, г. Кесария Каппадокийская), свт. (пам. 1 янв., 30 янв. в Соборе 3 вселенских учителей и святителей; …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”